-
1 συγκατολισθαινω
или συγκατολισθάνω соскальзывать, оползать -
2 σχηματισις
-
3 καταπίνω
A , later- πιοῖμαι Plu.Alc.15
: [tense] aor.κατέπιον IG4.951.102
(Epid.); poet.κάππιον Hes.Th.p.45
R.: [tense] pf. :—gulp, swallow down, both of liquids and solids (), τοὺς μὲν κατέπινε Κρόνος (sc. υἱούς) Hes.Th. 459, cf. 467, E.Cyc. 219;ὁ τροχίλος.. καταπίνει τὰς βδέλλας Hdt.2.68
, cf. 70; ; λίθους Id.Av. l. c.; [ κίχλας] Pherecr.108.24; [ μάζας] Telecl.1.5; of the sea,μὴ ναῦν κατὰ κῦμα πίῃ Thgn.680
, cf. Arist.Pr. 931b39 ([voice] Pass.); τὸ στόμα [ τῆς γῆς]- πίεται αὐτούς LXXNu.16.30
:—[voice] Pass., τὸ -ποθὲν ὕδωρ (sc. by the earth) Pl.Criti. 111d; of rivers that disappear underground, Arist.Mete. 351a1;ὑφ' ἅμμου D.S.1.32
; of cities swallowed by an earthquake, Str.1.3.17;πόλις καταποθεῖσα ὑπὸ τῆς θαλάττης Plb.2.41.7
.2 abs., swallow,μόλις καταπίνειν δύνηται Hp.Aph. 4.35
, cf. Gal.Nat.Fac.3.6.II metaph., τὸν ἡμίοπον ὁ μέγας [ αὐλὸς] κ. A.Fr.91;καταπιοῦνται ὑμᾶς οἱ Ἀθηναῖοι Plu.Alc.15
:—[voice] Pass., to be absorbed, of knots in wood, Thphr.HP5.2.2;τῆς -πεπομένης ὑπ' αὐτοῦ φύσεως Dam.Pr.10
.b κ. Εὐριπίδην drink in Euripides, i.e. imbibe his spirit, Ar.Ach. 484, Luc.JTr.1:—[voice] Pass.,τὸ τεχνίον ἀεὶ τοῦτό μοι κατεπίνετο Antid.2.4
.c swallow, absorb,τὰς τέχνας Chrysipp.Stoic.2.257
([voice] Pass.); but, swallow one's anger, ib. 242.2 swallow up, consume, [the robe] ; ὁ δικαστὴς αὐτὰ [the revenue]καταπίνει μόνος Id.Ra. 1466
; τὸν ναύκληρον αὐτῷ σκάφει κ. Anaxil.22.19; τι Men. Epit. 151.3 spend, waste in tippling, [ τὴν οὐσίαν]οὐ μόνον κατέφαγεν, ἀλλὰ.. καὶ κατέπιεν Aeschin.1.96
, cf. D.C.45.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπίνω
См. также в других словарях:
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
Ουζμπεκιστάν — (διεθν. Uzbekistan) Ουζμπεκιστάν Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Ν με το Τουρκμενιστάν και με το Αφγανιστάν, Β με το Καζακστάν, Α με την Κιργισία, ΝΑ με το Τατζικιστάν.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 12 επαρχίες, σε μία αυτόνομη δημοκρατία… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
αμμορριπή — Εκτόξευση με μεγάλη ταχύτητα άμμου ή μεταλλικών ρινισμάτων για τη λείανση, τον καθαρισμό ή την απόξεση μεταλλικών και άλλων επιφανειών. H α. χρησιμοποιείται ως προετοιμασία των επιφανειών για τις μετέπειτα κατεργασίες (συγκόλληση, βαφή κλπ.) ή… … Dictionary of Greek
ψάμμος — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. ψάμμη και δωρ. τ. ψάμμα και ως αρσ. ψάμμος, ὁ και αιολ. τ. ψόμμος, ὁ, Α η άμμος νεοελλ. 1. ιατρ. η αμμώδης υποστάθμη στα ούρα τών πασχόντων από ψαμμίαση 2. φρ. «ψάμμος τού εγκεφάλου» ανατ. συγκρίματα με διαστάσεις κόκκων άμμου … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… … Dictionary of Greek
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
παγετώνας — Μάζα πάγου και χιονιού, που συγκεντρώνεται σε υψηλές ορεινές ή πολικές περιοχές και σχηματίζεται από τη συνάθροιση, διατήρηση και μετασχηματισμό των χιονοπτώσεων, η οποία όμως δεν παραμένει άκαμπτη, αλλά κινείται σε κεκλιμένο επίπεδο ως πλαστική… … Dictionary of Greek